A woman under the influence, την ξέρεις την ταινία; Εξαιρετική, αλήθεια σ’ το λέω. Under the influence. Υπό την επήρεια. Όπως λέμε…«οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών». Και τράκαρε. Τι να σου κάνει… Αν θέλεις να καταλάβεις μια γυναίκα, μία σύγχρονη γυναίκα μέσα στον θεσμό του γάμου αυτό είναι. Αυτή η ταινία. Κοινώς, η τρέλα. Μία γυναίκα αν είναι στοιχειωδώς ευαίσθητη στο σημερινό θεσμό της οικογένειας, πώς επιβιώνει; Τρελαίνεται. Δηλαδή, δεν επιβιώνει. Γι’ αυτό κι εγώ…
Θυμάμαι την ταινία λες και την είδα χτες. Αυτοί οι αλλαφροϊσκιωτοι χοροί της Τζίνα Ρόουλαντς, και μετά εκείνοι οι μορφασμοί της… Ένα πρόσωπο ακραία εκφραστικό σε μια ακραία παραμόρφωση. Δεν μπορείς να φανταστείς τι πράγμα ήταν. Και την τράβαγε ο Κασσαβέτης σ’ ένα κάδρο τόσο κοντά. Όλη η οθόνη ήτανε το πρόσωπό της να υποφέρει. Ήταν εκείνη να κατεβαίνει ένα-ένα τα σκαλοπατάκια προς την τρέλα. Μ’ εκείνα τα χαριτωμένα κι ανάλαφρα βηματάκια της. Τα κοριτσίστικα σχεδόν. Κι εσύ να κοιτάζεις και να σκέφτεσαι γιατί να μην μπορεί κανείς τους να τη σώσει; Γιατί αντί να την τραβήξουν επάνω, τη σπρώχνουν πιο βαθιά;
Γιατί δεν μπορούσαν να τη σώσουν. Δεν ήξεραν πώς. Ήτανε κι αυτοί εγκλωβισμένοι ο καθένας στα δικά του. Αυτό μου άρεσε σ’ εκείνη την ταινία, να ξέρεις. Ότι δεν ήταν ότι κάτι φοβερό και τρομερό συνέβη και τρελάθηκε η ηρωίδα. Όχι. Καθόλου. Δεν την χτύπαγε κανείς, δεν έγινε κανένα τραγικό ατύχημα, δεν εμφανίστηκε ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι να τραυματίσει ανεπανόρθωτα την τρυφερή ψυχή της. Την όμορφη τρυφερότητά της κατασπάραξε κομματάκι-κομματάκι το πιο σκληρό, το πιο μοβόρικο πράγμα που υπάρχει στον κόσμο: η καθημερινότητα. Ο άντρας της που την αγαπούσε, αλλά είχε πολλή δουλειά. Και κάτι εντελώς ανόητους φίλους. Τα παιδιά της, που την αγαπούσαν κι αυτά, αλλά, ήταν παιδιά, και τα παιδιά, ένα, δεν φτάνουν, και δύο, μεγαλώνουν, και δεν σε χρειάζονται πια. Ναι, σ’ ευχαριστώ βάλε μου άλλο ένα. Κι έτσι… όταν εκείνη τον περίμενε, εκείνος δεν ερχόταν, κι όταν έπαιζε με τα παιδιά τής λέγανε ότι παίζει λάθος, κι όταν μιλούσε με τους φίλους του, της λέγανε ότι δεν πρέπει να μιλάει. Κι εκείνος όταν γύριζε απ’ τη δουλειά πάλι δεν έπρεπε να μιλάει αυτή, μόνο να του σερβίρει φρεσκομαγειρεμένο φαγητό και να κάθεται ήσυχη. Κι άμα του ζήταγε να τη φιλήσει όπως παλιά, ήταν τρελή. Ήταν «γυναίκα». Γυναίκα που θα πει γεμάτη ανόητα αισθήματα… Κατάλαβες;
Γι’ αυτό σου λέω καλύτερα μόνη μου. Αν είναι κάποιος να μου πει ότι είμαι ανόητη, ας είναι ο καθρέφτης μου –άδικο έχω;– και όχι, τώρα, ο κάθε τελευταίος ερωτύλος. Έτσι είναι, μωρό μου –αφού μωρό είσαι, τα ‘χεις πατήσει τα 25; Μπα. Είδες που σου είπα; Μωρό. Έτσι είναι, άμα ανοίγεσαι κινδυνεύεις. Στον έρωτα δε, και πολύ περισσότερο σε αυτή την εντελώς τρελή εικόνα του, του έρωτα μέσα στην οικογένεια και τον γάμο, κινδυνεύεις θανάσιμα. Το καταλαβαίνεις ότι αν το παίξεις αληθινά αυτό το παιχνιδάκι, και όχι τώρα τις κοροϊδίες που κάνουν οι πολλοί, εγώ σου λέω αν πραγματικά δεσμευτείς σε αυτόν τον ρόλο, αν τον δεχτείς πραγματικά. Ε, λοιπόν, το συνειδητοποιείς ότι αν το κάνεις αυτό, εξαρτάς ολόκληρη τη ζωή σου, το είναι σου το ίδιο, από έναν άλλον άνθρωπο; Που κι αυτός, τι να σου κάνει; Άνθρωπος είναι. Εδώ εγώ δεν εμπιστεύομαι εμένα με τέτοιες δουλειές, θα εμπιστευτώ, τώρα, τον άλλον;
Θυμάμαι, την τελευταία σκηνή κι ανατριχιάζω. Έχει γυρίσει η κοπέλα από το τρελάδικο. Είναι τσακισμένη, αδύναμη, πέρα για πέρα υποταγμένη. Και λέει η κακομοίρα, στον άντρα της μιλάει και το λέει, λέει: «Δεν ξέρω τι έπαθα… Απλώς να, ήμουνα… πολύ κουρασμένη». Ακόμα που σου το λέω μού σηκώνεται η τρίχα. Τι σκέφτηκε ο άνθρωπος να γράψει, να πει, ρε παιδί μου. Και άντρας έτσι; Αλλά ο Κασσαβέτης το έχει πει ότι την ταινία αυτή την έγραψε όταν η Ρόουλαντς –γιατί ήταν γυναίκα του η Ρόουλαντς–, γέννησε το παιδί τους και χρειάστηκε να γυρίσει στη δουλειά. Εκείνος είχε μείνει σπίτι με το μωρό. Είχε γίνει δηλαδή η γυναίκα της γυναίκας του. Φοβερό,ε; Γι’ αυτό μπόρεσε να τη γράψει εκείνη τη φράση. Με κοιτάς; Τουλάχιστον, γουρλώνεις τα ματάκια σου τα όμορφα, και απορείς. Δεν χασμουριέσαι σα βόδι… Δεν είμαι μεθυσμένη, καλό μου. Όχι, ίσα που έχω πιει λιγάκι για να κάμπτονται οι αντιστάσεις. Ποιες αντιστάσεις δηλαδή; Τρόπος του λέγειν. Όχι, δεν έχω τέτοιους σκοπούς απόψε. Ίσα για να κάμπτομαι εγώ. Λιγάκι να βρίσκω την ευλυγισία μου, ίσως και καμιά αλήθεια. Κάπως ξέρεις, αποκοιμιέται με το αλκοόλ ο καθωσπρεπισμός και μπορείς να πεις καμιά κουβέντα. Μην ανησυχείς όμως. Είναι πολύ γερά τα μπετά που μ’ έχουνε χτισμένη εμένα.
Σου ’λεγα… Του είπε, «Ήμουνα κουρασμένη» το καταλαβαίνεις; Το χωράει ο νους σου; Ήμουν, δηλαδή, τόσο κουρασμένη να παλεύω με όλες αυτές τις μικρές καθημερινές ματαιώσεις που τρελάθηκα. Μαζεύτηκε στην πλάτη μου, τσίκι τσίκι τσίκι, τόσο βάρος, που έσπασα. Και τώρα δεν υπάρχω πια. Και δεν είναι τίποτα και κανείς από όλα αυτά να πεις ότι «φταίει». Κανείς δεν έφταιγε. Ούτε κι η πεθερά της που ήταν μια σκύλα, ούτε κι οι φίλοι του άντρα της που ήταν ηλίθιοι, ούτε φυσικά τα παιδιά της, που δεν τη θέλανε πια όταν γύρισε από το άσυλο. Πάλι γούρλωσες τα ματάκια σου… Γι’ αυτό μ’ αρέσει να σου μιλάω μου φαίνεται. Μού βούρκωσες κιόλας; Εμ, δε φταίνε. Παιδιά είναι. Πώς να φταίνε. Ούτε κι ο άντρας της. Κι αυτός την αγαπούσε. Και πολύ μάλιστα, πιστεύω, για να της σταθεί έτσι σε όλο αυτό. Αλλά τι να κάνει κι αυτός; Είχε πολλή δουλειά. Κι ούτε κι εκείνη έφταιγε. Τίποτα δεν ήτανε να πεις ότι έκανε «Λάθος». Θέλω να πω, βλακείες κάνουμε όλοι χιλιάδες κάθε μέρα, αλλά δεν υπήρχε κάτι που να μπορούσες να πεις, να, αυτό αν δεν το είχε κάνει, ή αν το έκανε αλλιώς, θα τη γλιτώνανε. Θα είχανε σωθεί. Όλοι.
Τίποτα δεν ήτανε. Μόνο αυτό το τσίκι, τσίκι, τσίκι το καθημερινό που έρχεται μια μέρα και σε έχει τσακίσει. Ούτε. Σε έχει ε-ξα-φα-νί-σει. Το καταλαβαίνεις; Βάλε μου τώρα άλλο ένα. Τελευταίο. Υπόσχομαι.
Προηγούμενο
Επόμενο
- Categories:
- Share Project :
Προηγούμενο
Επόμενο
