Γέφυρα του τρένου. Ένα γλυκό καλοκαιρινό βραδάκι. Ο ήλιος έχει γύρει αλλά ακόμα το φως είναι αρκετό. Εκείνη η ώρα του αττικού ουρανού που η πόλη φοράει τα κοριτσίστικά της· μπετά και δρόμοι σε αποχρώσεις του ροζ.
Στο κάγκελο της γέφυρας κάθεται ένα κορίτσι κι αγναντεύει. Φοβάμαι μην πέσει, αλλά εκείνη φαίνεται απολύτως ήσυχη. Σαν πουλί πάνω στο σύρμα κάθεται στο κάγκελο της γέφυρας και κοιτάζει τα τρένα που περνούν.
Κάθε που έρχεται ένα τρένο χαμογελάει. Τη βλέπω να αφήνεται στους κραδασμούς της μηχανής πάνω στα σίδερα.
Όταν και το τελευταίο βαγόνι περάσει και φύγει, εκείνη βουρκώνει.
Την κοιτάζω ερωτηματικά. Μου χαμογελάει «Σκέφτομαι… ποιο τρένο πάει μπροστά και ποιο πίσω; Ξέρουμε; Από δω πάνω δεν καταλαβαίνω… Απλώς περνάνε». Βουρκώνει πάλι. Κλαίει. Πολύ.
«Όλα καλά;». «Δεν κατεβαίνεις από κει πάνω που μ’ έχει πιάσει η ψυχή μου;».
«Έχει προστατευτικό, μωρέ, δεν παθαίνω τίποτα!» εύθυμη τώρα, αγέρωχη.
Την αφήνω εκεί. Μου φάνηκε σίγουρη. «Μπροστά πάει το τρένο διαλέξεις για να μπεις» της λέω και φεύγω.
Γελάει. Εκείνο το εντελώς μοναδικό κλαμένο χαμόγελο: «Σωστό».
Καμιά φορά θες απλώς να αποχαιρετήσεις τα τρένα, σκέφτομαι. Συμβαίνει. Όπως τους χαμένους έρωτες και τις πεταμένες ευκαιρίες. Είναι ωραίο να φτιάχνουμε τις ράγες μας, καμιά φορά θέλει και λίγο κλάμα για τους δρόμους που δεν διάλεξες. Κάτι σαν τις θυσίες των αρχαίων πριν το ταξίδι.
Προηγούμενο
Επόμενο
- Categories:
- Share Project :
Προηγούμενο
Επόμενο
