My CMS My CMS

Break on through (to the other side)

Στην αρχή ήταν σκοτάδι. Πηχτό. Τόσο που έσπρωχνες να κουνηθείς και δεν μπορούσες. Πνιγόσουνα. Δεν υπήρχε χώρος να ανασάνεις. Δ ε ν   υ π η ρ χ ε   χ ώ ρ ο ς.
Σε έπνιγε ένα ασφυκτικό τσιμέντο από παντού. Σαν αυτούς που τους ρίχνουν οι μαφιόζοι στη θάλασσα «να τους φαν’ τα ψάρια». Όμως η δική σου περίπτωση ήταν χειρότερη. Εκείνοι έχουνε στα πόδια μονάχα το τσιμέντο. Τουλάχιστον τα πνευμόνια τους γεμίζουνε νερό. Τουλάχιστον εκείνοι στην τελευταία τους ανάσα,
κ ο υ ν ι ο ύ ν τ α ι.

Άρχισες να σπρώχνεις. Στην αρχή δειλά. Χωρίς καμιά ελπίδα. Έτσι, «σε δουλειά να βρισκόμαστε» τύπου… Κάπως να μετράς τον χρόνο που δεν ήταν χρόνος, χωρίς αναπνοές, και τον χώρο που δεν ήταν χώρος, χωρίς κενό –πουθενά.

Έσπρωχνες λοιπόν, κι άρχισες τώρα να μετράς, αφού όχι σε αναπνοές, σε πόνους. Άπλωνες τα μέλη σου στο πηχτό σκοτάδι και ένιωθες να σπάζουν και να ξαναγίνονται. Έλεγες πονάω τόσο που νιώθω ότι θα κοπώ στα δύο. Αλλά συνέχιζες. Γιατί «έτσι έπρεπε». Κάπως γίνονταν οι πόνοι ένας τρόπος ζωής. Πώς ακούς την καρδιά σου να χτυπάει και λες «εδώ είμαι ακόμα». Κάτι τέτοιο. Έτσι και εγένετο: «Πιέζομαι άρα υπάρχω».

Κι όσο πίεζες τόσο έσφιγγε το τσιμέντο. Σαν να σου έκλεβε το πείσμα και να το έκανε δύναμη δική του. Όσο πιο πολύς ο φόβος, τόσο πιο πολλή η πίεση. Όσο πιο πολλή η πίεση τόσο πιο ανίκητος ο πόνος.

Κάποια στιγμή ο πόνος σού μούδιασε το μυαλό. Σου μούδιασε τα μέλη. Σε παρέλυσε. Κάπου εκεί σαν μέσα σε παραλήρημα, είπες: «Δεν πάει άλλο». Έκλεισες τα μάτια και ονειρεύτηκες λιακάδα. Είδες μέσα σου έναν υπέροχο, ζεστό, ανοιξιάτικο ήλιο. Στην αρχή η εικόνα του σε πλήγωνε. Σαν χαμένη πατρίδα, ταυτότητα, ελπίδα. Όλα.

Ήρθε όμως μια ώρα, που πολλές μικρές στιγμές αρθρώθηκαν σε μία κατάφαση –επιτέλους!–. Και τότε πίστεψες ότι αυτός ο ήλιος υπάρχει κάπου πέρα από το τσιμέντο, και μπορείς μια μέρα να τον βρεις. Και ΘΑ τον βρεις.

Άπλωσες τις ρίζες σου να πιείς νερό. Κάπου θα βρεθεί, είπες. Κι έπειτα τεντώθηκες-τεντώθηκες, να φτάσεις στον ήλιο. Δεν ήταν πολυτέλεια. Ήταν αυτό που λένε ζήτημα ζωής ή θανάτου.

Μια κοπέλα σε κοίταξε και στάθηκε. Όπως έσκυψε έπεσε πάνω σου η σκιά της. Το κεφάλι της κύκλωνε ένα στεφάνι ηλιαχτίδες. Χαμογελούσε: «Το μεγαλείο της ζωής».

Share Project :