My CMS My CMS

Πως έμαθα να παίζω Μπιρίμπα

Η γιαγιά μου ήταν μια πολύ κομψή, πολύ καθωσπρέπει γυναίκα. Θυμάμαι που το πρωί πριν βγούμε έξω καθόταν στην τουαλέτα της, είχε από κείνες τις παλιές με τον τρίφυλλο καθρέφτη και τα μικρά συρταράκια για τα μπιζού. Αυτές με τις σκαλιστές φιοριτούρες από δω κι από κει. Αυτές που τώρα τις βρίσκεις ξεμεινεμένες σε κάτι παλαιοπωλεία του κέντρου.

Καθόταν, λοιπόν, στην τουαλέτα της, που είχε και μόνιμα μπροστά το κατάλληλο σκαμπό, και έκανε αυτό το πολύ παράξενο ανάποδο χτένισμα στα μαλλιά της, που πιάνεις ένα-ένα τσουλούφι και το περνάς με το χτενάκι ανάποδα, κόντρα στη φορά της τρίχας κι έτσι στο τέλος ήταν όλα της τα μαλλιά τσουλουφάκια-τσουλουφάκια σκόρπια και όρθια, κατάορθα, τόσο που δεν έμοιαζε καθόλου με τη γιαγιά μου η γιαγιά μου, παρά σαν, ας πούμε, τον Αλφ τον εξωγήινο.

Εγώ την κοιτούσα κατάπληκτη, και δεν μπορούσα καθόλου να καταλάβω γιατί το είχε κάνει όλο αυτό η καλή μου η γιαγιά στο κεφάλι της, και μάλιστα με τόση επιμέλεια –και δεξιοτεχνία, πρέπει κι αυτό να το σημειώσω. Όμως η διαδικασία δεν τέλειωνε (φυσικά) εκεί. Μετά ήταν η ώρα του ψεκασμού. Έπαιρνε η γιαγιά την περίφημη λακ της και την ψέκαζε γύρω τριγύρω στα όρθια τσουλούφια της. Εγώ καθόμουν πίσω της, στο κρεβάτι, και μάλλον με παίρνανε τα σκάγια. Πάντως αυτή η μυρωδιά της λακ, μαζί με τη μυρωδιά του κόκερ σπάνιελ, που ήταν το σκυλί της όσο χρόνια την ήξερα, και μαζί με κάτι αδιόρατο ακόμα που δεν μπορώ να ονομάσω, ήταν η γιαγιά μου. Κι ακόμα σήμερα όπου τη βρω αυτή τη λακ, που δεν θυμάμαι το όνομά της, γνωρίζω όμως ευτυχώς τη συσκευασία της, την παίρνω να μυρίσω λιγάκι μια τζουρίτσα εκείνης της παλιάς μου πολύ αγαπημένης, αφού τα άλλα δυο έχουν χρόνια τώρα πια χαθεί.

Όταν τελείωνε και η διαδικασία του ψεκασμού, τότε η γιαγιά μου έπαιρνε πάλι το χτενάκι και το περνούσε πάνω από τα όρθια τσουλούφια. Για την ακρίβεια το περνούσε από τις κορυφές τους, κι έτσι προέκυπτε το πολύ ιδιαίτερο χτένισμα που ήταν το χτένισμα της γιαγιάς, όλα τα χρόνια που την ήξερα, ένα μαλλί κάπως σαν κάσκα, αλλά πολύ κομψό και όμορφο, όπως ήταν εξάλλου κι εκείνη. Πάντως η διαδικασία πάλι δεν τελείωνε εκεί, είχε ένα ακόμη στάδιο, που οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν το αγαπημένο μου: Η γιαγιά έπαιρνε το χτενάκι, το γυρνούσε ανάποδα και με τη μύτη του διέγραφε δύο μικρούς κύκλους στα μπροστινά τσουλουφάκια, στις δυο άκρες του μετώπου της. Κι έτσι, ολοκλήρωνε πια το χτένισμά της α λα Μαίρη Αρώνη στην Τρελή-τρελή οικογένεια κι ήμασταν έτοιμες πια να πάρουμε τον Γιούρι, το κόκερ της ήταν αυτός, και να βγούμε έξω.

Και ήταν έτσι πάντοτε, όλα τα χρόνια που την ήξερα, και όλες τις μέρες της. Ακόμα και στο νοσοκομείο, τότε προς το τέλος. Η μάνα μου θύμωνε μαζί της για αυτή της την κοκεταρία. Γιατί έτσι είναι οι κόρες με τις μανάδες τους. Αλλά εγώ πολύ την αγαπούσα αυτή την εμμονή της με την ομορφιά. Τη θεωρούσα, και τη θεωρώ ακόμα δηλαδή, ένα ιδιαίτερο είδος υπερηφάνειας, μια αγέρωχη γυναικεία κατάφαση στη ζωή.

Της είχα αδυναμία, είναι αλήθεια. Νομίζω εγώ έβλεπα κάτι που περνούσε λαθραία από τα μάτια όλων των άλλων. Αυτή την ομορφιά της, που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της, μια δύναμη ψυχής βγαλμένη από άλλους καιρούς. Σούπερ γιαγιά την έλεγα. Κι εκείνη γελούσε.

Μια φορά, και μοναδική, πήγαμε διακοπές όλοι μαζί. Είχε έρθει κι η άλλη της η κόρη, η αδερφή της μάνας μου, από τα πολύ μακρινά της μέρη στις πάμπες της Αργεντινής, και φαίνεται μ’ αυτή την αφορμή βρεθήκαμε εκείνη η ετερόκλητη παρέα σε κάποια ενοικιαζόμενα δωμάτια στη Μήλο. Θυμάμαι, λοιπόν, ένα βραδάκι, εκείνη την ώρα του Ιουλίου που έχει βραδιάσει, αλλά δεν έχει ακόμα λιγοστέψει το φως, που τη βρήκα να κάθεται στο μαντράκι που χώριζε τον δρόμο από την παραλία. Από τις πολύ σπάνιες φορές που θα την έβλεπες να μην κάθεται σταυροπόδι, και τις ακόμα πιο σπάνιες –τι λέω; η απολύτως μοναδική φορά θα ήταν– που την είδα σκαρφαλωμένη κάπου.

Καθόταν στο μαντράκι με τα πόδια της ριγμένα χαλαρά από κάτω, τα χέρια δεξιά κι αριστερά από τους γοφούς και το στήθος της ελαφρά σκυμμένο μπροστά. Ήταν σαν κάτι να της ψιθύριζε το αεράκι της θάλασσας, κι εγώ δεν μπορούσα ν’ ακούσω. Ο Γιούρι, το κόκερ της, ήταν, φυσικά, ξαπλωμένος κάτω από τα πόδια της.

Έτσι που την είδα, σκαρφαλωμένη, με το καλοκαιρινό φουστάνι και τα πέδιλα, κλεισμένη στον εαυτό της να παίρνει ένα τσιγάρο από το πακέτο της, μου φάνηκε ξαφνικά πολύ νέα. Και πολύ όμορφη, μ’ αυτό το χρωματιστό φόρεμα και τα μακριά λεπτά της δάχτυλα σε χέρια και πόδια να παίζουν με την άμμο. Πλησιάζοντας είδα ότι δίπλα της, κάτω από τα τσιγάρα της είχε μια διπλωμένη εφημερίδα, ανοιχτή σε κάποια από τις πίσω σελίδες. Κοινωνικά, πολιτιστικά κάτι τέτοιο.

Αν είχα το σημερινό μυαλό μου δεν θα πλησίαζα. Θα την άφηνα στα δικά της. Αλλά τότε δεν πολυκαταλάβαινα από τέτοια. Οι άλλοι έφευγαν κι εγώ είχα μείνει πίσω για την παρέα της, είπαμε της είχα αδυναμία. Αδύνατον, λοιπόν, να τη στερηθώ. Πήγα και θρονιάστηκα απαιτητικά δίπλα της. Δεν αντέδρασε στην αρχή. Αυτό με ξένισε και ασυναίσθητα γύρισα να κοιτάξω την εφημερίδα. Είχε μια φωτογραφία. Ένας ωραίος άντρας με αινιγματικό χαμόγελο. Φωτογραφία παλιά, και το άρθρο ανήγγειλε τον θάνατό του.

-Ποιος είναι αυτός;

-Α, κάποιος που ήξερα παλιά…

-Τον ήξερες καλά;

-Καλά; Μπα, μάλλον όχι.

-Τότε τι στεναχωριόμαστε που πέθανε;

Εγώ είχα τον δικό μου πόνο. Ποιος ήταν ο κύριος που τολμούσε να μας χαλάσει τις διακοπές μας, και πολύ περισσότερο που τολμούσε να μου κλέψει τα πρωτεία της προσοχής της γιαγιάς. Εντάξει για πρωτεία δεν ξέρω. Αλλά κι εκείνη μ’ αγαπούσε ιδιαίτερα νομίζω. Κάτι υπήρχε που τις δυο μας μάς ένωνε. Επομένως, να φύγετε κύριε, να πάτε αλλού! Εγώ είχα αφήσει κοτζάμ βόλτα στη Χώρα για την παρέα της. Και σουβλάκια!

Γέλασε με τη ζήλεια μου. Την κολάκευε όσο να το κάνεις.

-Δεν ξέρω αν στεναχωριόμαστε ακριβώς, χρυσό μου. Καλή ζωή είχε και γεμάτη. Να, απλώς σταθήκαμε λιγάκι εδώ να τον αποχαιρετίσουμε.

Βούρκωσε. Εγώ φουρκίστηκα περισσότερο.

-Έλα, τώρα, ρε γιαγιά! Τι κλαις; Κι εμάς τι μας νοιάζει; Άντε και καλό κατευόδιο στον κύριο, αλλά εντάξει, σιγά! Δεν είναι ότι τον αγαπούσες κιόλας… ε;

-Ναι, όχι, δεν τον αγαπούσα. Αλλά, νομίζω ότι ήταν ο πιο μεγάλος μου έρωτας.

Τρόμαξα. Δεν με είχε συνηθισμένη σε εξομολογήσεις. Νομίζω τρόμαξε κι αυτή για λίγο. Αλλά μετά της πέρασε. Πέρασε το χέρι της πάνω από τη ράχη του Γιούρι, ο οποίος στο μεταξύ είχε εκμεταλλευτεί τη χαλαρότητα της στιγμής, είχε σκαρφαλώσει κι αυτός στο μαντράκι και είχε ξαπλώσει τη μουσούδα του στα πόδια της. Σήκωσε το κεφάλι της ξανά στον ορίζοντα και επιβεβαίωσε:

-Ναι, έτσι ήταν νομίζω.

-Τι λες μωρέ γιαγιά; Δεν τον ήξερες καλά, δεν τον αγαπούσες αλλά ήταν ο πιο μεγάλος σου έρωτας;

-Ναι…

-Τι; Δεν σε ήθελε αυτός;

-Όχι, δεν ήταν αυτό. Ή μάλλον δεν ξέρω. Δεν μάθαμε ποτέ. Δεν τον άφησα να μου δείξει, γιατί από λόγια, ξέρεις οι άντρες λένε στις γυναίκες πολλά… Μερικοί γοητεύονται κι απ’ τα λόγια τους και λένε ακόμα περισσότερα. Είναι κάτι σαν βιρτουόζοι του έρωτα… Απολαυστικοί όσο να το κάνεις…

Δεν ήξερα, πού να ξέρω.

-Είσαι μικρό ακόμα. Θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις, απάντησε στα γουρλωμένα ολοστρόγγυλα μάτια μου. Μου χάιδεψε τα μαλλιά και το πρόσωπο. Όταν το χέρι της έφτασε στο σαγόνι μου, χαμογέλασε πικρά και την είδα που βούρκωσε πάλι.

-Έλα ρε γιαγιά τώρα…!

-Ήταν πολύ όμορφος, πολύ έξυπνος άνθρωπος ξέρεις. Λυπάμαι ώρες-ώρες πάρα πολύ που δεν μπόρεσα να τον γνωρίσω στ’ αλήθεια.

-Τελικά, τι σου ήταν αυτός ο κύριος θα μου πεις;

-Ήταν κάποιος που με φλέρταρε παλιά.

-Κι εσύ τον ερωτεύτηκες.

-Πολύ…

-Και γιατί δεν τον παντρεύτηκες τότε;

-…

-Δεν σ’ αγαπούσε;

-…

-Τι; Δεν σε αφήνανε οι άλλοι;

-Εγώ δεν με άφηνα, πουλί μου.

-Μ’ αφού τον ήθελες! Τι θα πει δεν σε άφηνες; Δεν τον ήθελες πολύ;

-Όταν τον έβλεπα ξεχνούσα τ’ όνομά μου.

-Τότε;

-Τότε… Τ’ όνομά μου το ξέχναγα, ναι. Αλλά, τον παππού σου πώς θα μπορούσα, ρωτάς; Ξεχνιέται η αγάπη, σπουργιτάκι; Δεν ξεχνιέται.

Το «σπουργιτάκι» ήταν το πολύ σπάνιο, το πολύ τρυφερό της χαϊδευτικό. Τότε που ήξερες ότι έχεις πιάσει τα βαθιά κοιτάσματα της καρδιά της, τότε που το «χρυσό μου» της καλής κοινωνίας έδινε τη θέση του στο «σπουργιτάκι» –της δικής της μάνας, απ’ ό,τι έμαθα πολλά χρόνια αργότερα.

-Και να σκεφτείς ότι μου λέγανε ότι τον πήρα από πίκα τον παππού σου. Εγώ, να παντρευτώ από πίκα, λες κι ήμουνα καμιά χαζή. Αλλά έτσι είναι ο κόσμος, χρυσό μου, κακός κι ανόητος στων άλλων τις δουλειές. Εντελώς ανόητος, λες και ξεχνάει τι σημαίνει άνθρωπος και νομίζει ξαφνικά ότι χωράμε όλοι σε κουτάκια και λίστες… Γι’ αυτό κι εσύ πότε να μην λες για τους άλλους. Τι κάνουν, τι δεν κάνουν, τι σωστό, τι λάθος. Γιατί δεν θα ξέρεις, ποτέ δεν θα μπορείς να ξέρεις τι έχει ο άλλος στο μέσα του και πώς έφτασε όπου έφτασε.

Την είχα χάσει. Το ήξερα ότι επίτηδες με θόλωσε έτσι για να μην ρωτήσω άλλα. Αλλά ήξερα κι άλλες ιστορίες πολλές που μπορεί να είχε εκείνη την ώρα στο μυαλό της. Και για τον παππού που το έσκασε του καρκίνου από ένα παράθυρο, και για τα τέσσερα παιδιά που τα μεγάλωσε μόνη της μετά, και για το γραφείο του παππού που το πήρε στην πλάτη της, κι άρχισε να σερβίρει στους κυρίους της καλής κοινωνίας, τους πελάτες τους, αντί για νουά και μπλακ φόρεστ, λογαριασμούς και δελτία εισαγωγών-εξαγωγών, και πολλά, πολλά ακόμα. Από τη μάνα μου τα ’ξερα αυτά, γιατί εκείνη δεν μιλούσε. Πολύ σπάνια ανοιγόταν κι αυτό μόνο όταν ήταν για να μου δώσει κάποια συμβουλή. Τα ’χασα, λοιπόν κι εγώ, και δεν μπορούσα ούτε να ρωτήσω ούτε να πω. Την είδα έτσι όμορφη και βουρκωμένη και μικρή, και τι να κάνω; Χάιδεψα τον Γιούρι πήδηξα από το μαντράκι, κάθισα στα πόδια της και βάλθηκα να σκαλίζω την άμμο. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε τέτοια διακριτικότητα σ’ εκείνη την ηλικία  –ή ίσως και να ήταν κάτι άλλο; Πάντως κάθισα εκεί στα πόδια της, να είμαι μαζί της και να μην είμαι. Να μ’ έχει κοντά της και να είναι και μόνη της.

Κάτι ψιθύρισε, κάτι τραγούδησε για λίγο, πολύ χαμηλόφωνα δεν μπορούσα να καταλάβω εγώ. Άναψε ένα τσιγάρο ακόμα και τότε μου είπε:

-Δεν πας να φέρεις τα χαρτιά να παίξουμε καμιά Αγωνία;

-Δεν νομίζεις ότι είμαι πολύ μεγάλη πια για Αγωνία, γιαγιά; της ψευτοθύμωσα. Σιγά που ήμουνα μεγάλη δηλαδή. Απλώς εκείνη η κουβέντα μας μού είχε δώσει ένα ξαφνικό μπόι.

-Μεγάλη ε; Εντάξει, σπουργιτάκι. Αφού μεγάλωσες δεν φέρνεις τότε και τη δεύτερη τράπουλα να σου μάθω μπιρίμπα που παίζουμε με τη θεία σου τη Νέλλη;

Εγώ ήθελα να κάτσουμε να δούμε καμιά ταινία, να μου μαγειρέψει, να με κανακέψει. Να ρωτήσω τίποτα παραπάνω για κείνον τον μυστήριο κύριο. Αλλά ήταν μεγάλη τιμή να μου μάθει το παιχνίδι που παίζει με την αδερφή της η γιαγιά. Θα έμπαινα πια στον κόσμο των μεγάλων. Κι ύστερα, έτσι που την είδα ξανά, τρυφερή κι ευάλωτη, πώς θα μπορούσα να της πω όχι;

Έφερα τα χαρτιά και καθίσαμε στο τραπέζι της αυλής, παίξαμε μέχρι αργά το βράδυ. Ήρθαν κι οι άλλοι, μας βρήκαν, περηφάνια εγώ που ήμουνα ακόμα ξύπνια και παίζαμε με τη γιαγιά… Από μπιρίμπα ό,τι έμαθα κείνο το βράδυ το ξέμαθα γρήγορα. Ίσως να φταίει που το μυαλό μου ήταν αλλού. Θυμάμαι όμως τις κινήσεις της. Εκείνα τα ωραία μακριά της δάχτυλα που όταν νόμιζε ότι δεν κοιτούσα κάτι σαν να ζωγράφιζαν πάνω στην εφημερίδα. Κι αυτή είναι η ιστορία πώς δεν έμαθα να παίζω μπιρίμπα, έμαθα όμως ένα παιχνίδι των μεγάλων.

Share Project :