Βαγόνι τρένου. Η ώρα εννιά παρά. Δευτέρα πρωί. Βλέμματα κατεβασμένα, πρόσωπα μουντά, ομιλίες ελάχιστες. Μάτια βαριά από το σαββατοκύριακο που έφυγε. Βαριά και από τη βδομάδα που ξεκινάει. Βαγόνι τρένου. Η ώρα εννιά παρά. Δευτέρα πρωί.
Εκείνος κάθεται κουβαριασμένος στην πίσω γωνία. Το πρόσωπο κρυμμένο στα γόνατα. Καμιά φορά, άμα τον πλησιάζουν πολύ, σηκώνει το βλέμμα. Κάτι μάτια μεγάλα. Κόκκινα από την αϋπνία. Σπανίως, βέβαια, γιατί δεν τον πλησιάζουν πολύ. Κι ας είναι πήχτρα το βαγόνι.
Επόμενος σταθμός Άνω Πατήσια. Next station Ano Patissia.
Σχεδόν δεν έχεις χώρο να αναπνεύσεις. Χνώτα του ύπνου, όλοι φύγαν από το σπίτι βιαστικοί. Πρωινό και αηδίες. Εκείνος δεν ξέρει τι ώρα είναι, δεν θυμάται πότε έφαγε για τελευταία φορά. Έχει μια κούραση τόσο μεγάλη, του κάθεται στο σβέρκο και του πιέζει το μούτρο πιο μέσα στα ψηλά κανιά του. Η κοπέλα δίπλα του τού χαμογελάει. Συγκαταβατικά, όπως χαμογελάνε στον άρρωστο, τον τρελό, τον ετοιμοθάνατο. Ύστερα γυρίζει στο βιβλίο της. Και δεν τρέχει τίποτα.
Αυτό θα πει δύο κόσμοι.
Επόμενος σταθμός Άγιος Ελευθέριος. Next station Aghios Eleftherios.
Ένας κύριος με κουστούμι μπαίνει και στέκεται στην πόρτα. Δεν έχει και πού αλλού να πάει δηλαδή. Κρατάει στα χέρια του το κινητό, και κρεμασμένη στον ώμο έχει κάποια τσάντα. Το τρένο σας λικνίζει ρυθμικά. Κάποτε φρενάρει απότομα. Αμήχανο χαμόγελο. Συγγνώμη, σας πάτησα; Ούτε χαμόγελο δεν δέησε ο άλλος. Ε, δεν είμαστε άνθρωποι πια.
Επόμενος σταθμός Κάτω Πατήσια. Next station Kato Patissia.
Η πόρτα ανοίγει με τον χαρακτηριστικό θόρυβο. Να δω τώρα πού θα μπούνε όλοι αυτοί. Κάντε λίγο πιο μέσα, παρακαλώ. Πού να πάμε δε βλέπεις τι γίνεται δω πέρα; Και τότε, ξαφνικά, φασαρία. Δυο άντρες σπρώχνουν για να μπουν. Κόκκινα πρόσωπα, θυμωμένα. Βρίζουν, χτυπιούνται, δεν καλοβλέπω. Από κείνες τις σκηνές που κοιτάς με την άκρη του ματιού σου κι ύστερα κρύβεσαι πίσω από εφημερίδα, βιβλίο, γυαλιά ηλίου, ό,τι έχει ο καθένας. Ο κύριος με το κουστούμι σπρώχνει, παλεύει. Ύστερα φωνάζει: «Κλέφτης! Σταματήστε τον! Κλέφτης!». Ο ψηλός στη γωνία σηκώνει τα μάτια τρομαγμένος. Ψάχνει να δει από πού τον κυνηγάνε σήμερα.
Ο SECURITY του σταθμού πλησιάζει. Μέσα στο βαγόνι ρίχνουν μια τσάντα και κάτι γυαλιά ηλίου. Οι άλλοι δυο χάθηκαν κιόλας. Πίσω από τον κύριο στο μεταξύ έχει δημιουργηθεί ως δια μαγείας χώρος. Τα σπρωξίδια βλέπεις. Και που κοιτάμε τη δουλειά μας. Η τσάντα πέφτει λοιπόν ακριβώς δίπλα στα ψηλά κανιά. Εκείνος σηκώνει το κεφάλι του σαστισμένος. Η πόρτα κλείνει και το βαγόνι ξεκινάει ξανά.
Οι τριγύρω ρωτάνε βιαστικά «δικά σας;». Κανείς. Το κορίτσι τον κοιτάζει χαμογελαστό. Εκείνος τα πιάνει και σηκώνεται. Κοιτάζει τριγύρω τρομαγμένος, ενοχικός. Σηκώνει με τα μακρουλά του χέρια τα πράγματα ψηλά. Μας τα δείχνει και φωνάζει, ρωτάει: «Τσάντα και γυαλιά, τα κρατάω εγώ». Καμία αντίδραση. Μια ακόμα φορά πιο δυνατά: «Τσάντα και γυαλιά, τα κρατάω εγώ». Ησυχία. Ένα μικρό ανεπαίσθητο χαμόγελο.
Κάθεται ξανά στο πάτωμα. Ανοίγει την τσάντα με κινήσεις αργές. Κοιτάζει να δει τι θα βρει μέσα. Στο πρόσωπό του απλώνεται φως. Έχει ακριβώς την έκφραση των παιδιών που ανοίγουν δώρα στις χριστουγεννιάτικες ιστορίες.
Προηγούμενο
Επόμενο
- Categories:
- Share Project :
Προηγούμενο
Επόμενο
