My CMS My CMS

Μεταξύ μας

Μεταξύ μας, οι δυο μας το είχαμε εξαρχής συμφωνήσει. Το είχαμε πολλές φορές σιωπηλά υποσχεθεί. Και έτσι κι έγινε.

Μαζί της ήταν αυτό το κούμπωμα που συμβαίνει ακαριαία. Μύρισα, σκαρφάλωσα, βολεύτηκα, τέλος. Η αγκαλιά της ονομάστηκε σπίτι μου. Και λέω ονομάστηκε, γιατί, εντάξει, για να γίνει σπίτι σου ο άλλος θέλει και χρόνο, ας είναι και όλα τα άλλα ήδη εκεί.

Θυμάμαι εκείνο το πρώτο σαββατοκύριακο στο παλιό μας σπίτι. Ήταν αρχές Οκτώβρη, είχανε πιάσει απότομα τα πρώτα κρύα. Τους είχα ξενυχτήσει, ήρθε να με μαζέψει από το μπαλκόνι και με χάιδεψε. Με χέρια κρύα. Ε, τσίνησα, δεν ήθελα, μωρέ. Άσε μας, κυρά μου πρωί-πρωί. Γελούσε. Πέρασε ο καιρός, και γύρισαν τα χρόνια να θέλω μονάχα ν’ ακουμπάω επάνω τους. Κι ας ήταν ό,τι. Πόδι, χέρι, μανίκι, παπούτσι. Κάτι, να έχει τη μυρωδιά τους και να ξέρω ότι είμαι στο σπίτι μου. Είναι αλήθεια ότι στην αρχή και γι’ αυτό ακόμα μου κάνανε ‘‘εκπαίδευση’’. Ανοησίες. Εγώ ξέρω, ότι στο κάτω-κάτω, η αγάπη θέλει τον χρόνο της. Τις δοκιμασίες και τις δοκιμές της.

Τους θυμάμαι τον πρώτο καιρό μ’ εκείνη την αγέλη. Ήτανε πέντε-έξι σκυλιά που είχαν καταλάβει την περιοχή που μέναμε. Μαφία κανονική. Ήμουνα κι εγώ μικρή, υπήρχε και ο προβλεπόμενος τραμπουκισμός στα κουτάβια, δεν ήξεραν κι εκείνοι τι να κάνουνε, τον πρώτο καιρό μαρτυρήσαμε κανονικά. Εκεί, βέβαια, οφείλω να παραδεχτώ ότι τα διάφορα ‘‘επιστημονικά’’ τους μας σώσανε. Όχι ξύλα, λέει, και αηδίες, με αυτά τρομάζεις τον αντίπαλο και κινδυνεύεις χειρότερα. Νερό στα μούτρα του πετάς, αιφνιδιάζεται κι έτσι γλιτώνεις. Μαθαίνει ύστερα ότι εσύ δεν τον φοβάσαι και θα περάσεις από τα λημέρια του θέλει δε θέλει. Στα επιστημονικά η δικιά μου πρόσθεσε και τις γαλιφιές της. Είχε πάντα φαΐ στη χούφτα της. Για μένα. Όταν τους ξαναπετύχαμε, πέταξε από μακριά φαγητό στον αρχηγός τους –Δίας με τ’ όνομα. Δε χρειάστηκε δεύτερη φορά. Από κει και πέρα, ερχόντουσαν επιθετικά, μυρίζανε και ξέρανε ότι εδώ υπάρχει φαγητό και καλή διάθεση. Όχι ότι σταμάτησαν να μας τραμπουκίζουν βέβαια. Αυτό εξακολουθούσε, ήμουνα και θηλυκούλι στα ντουζένια του, τσαντίζονταν οι άλλες. Αλλά αφού ο Δίας έλεγε περνάνε, περνάγαμε. Και το πιο σημαντικό, σταμάτησε σιγά-σιγά ο φόβος. Ήξερα ότι αυτή θα κανονίσει και δεν θα με πειράξουνε. Και ήξερε πλέον ότι μπορεί. Κι έτσι περνούσαμε κουνιστές λυγιστές και οι δυο, με την ουρά μου ψηλά μαζί με το κεφάλι της, κι ας μας λέγανε όλοι τρομοκρατικά μην πάτε από κει και τα ρέστα. Εμείς ξέραμε.

Με τα χρόνια, και μετά τη μετακόμιση, εφαρμόστηκε η ίδια τακτική και σε άλλους πολλούς. Κάποιοι χρειάζονταν και το μπουγέλο, κάποιοι άλλοι αρκούνταν στον μεζέ. Πάντως έτσι κάπως κάναμε φίλες μας δυο πολύ στριφνές γριές του δρόμου. Τώρα για να είμαι ειλικρινής, εμένα εξακολουθούσαν να μου τη δίνουνε, γιατί μ’ αυτά και μ’ αυτά άρχισαν να παρατάνε τους μεζέδες και να ’ρχόνται μονάχα για τα χάδια της. Θράσος! Και σ’ εμένα σημασία! Πήγαινα χωνόμουνα στην αγκαλιά της, κούμπωνα πάνω στα πόδια της όπως καθότανε χαμηλά για να χαϊδέψει τις άλλες. Έτσι, για να μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους. Άφηνε τις άλλες κι έπιανε εμένα. Ναι, παιδί μου, εγώ μόνο εσένα αγαπάω. Κι έτσι εντάξει. Ας παίρνανε κι οι άλλες κανένα χαδάκι. Χάρισμά τους.

Έτσι το πήγαμε. Χρόνια και χρόνια. Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα τον ουρανό να βουΐζει. Γέλαγε πάλι. Βροχή, χαζή! Μην τη φοβάσαι. Εγώ είμαι εδώ.

Το ίδιο και με τις ομπρέλες. Εκεί να δεις τρομάρα. Πηγαίναμε, ήταν μεσημεράκι, ο δρόμος μύριζε λαχανικά και φρούτα, κι είχε πολλούς ανθρώπους στα στενά της γνωστής διαδρομής μας. Κι αρχίζουν οι ψιχάλες. Και γίνονται ένας-ένας οι άνθρωποι πολύ μεγάλοι και πολύ ψηλοί και δίχως κεφάλι, δίχως μάτια. Τα χρειάστηκα. Και δικαιωματικά νομίζω! Δεν με απασχόλησαν ποτέ περούκες, καπέλα, γυαλιά, ακόμα και ξύλα, αλλά αυτό με τις ομπρέλες, μέχρι να μου πει ότι δεν είναι τίποτα και δεν πειράζει, και να μην κοιτάω που εμείς πάντα την ξεχνούσαμε, είχαμε κι εμείς μία στο σπίτι.. Μέχρι να τη μυρίσω για καλά και να πειστώ ότι πράγματι καθόλου δεν την ανησυχούσε αυτή η τερατώδης μετάλλαξη που πάθαιναν ξαφνικά με τη βροχή ένας-ένας οι άνθρωποι του δρόμου, πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη.

Κάπως έτσι το πήγαμε χρόνια και χρόνια. Το πρώτο χειρουργείο ήταν τυπικό και δεν φοβήθηκε κανένας. Τόσο, που πήγα κι εγώ να μαμαδίσω λιγάκι παραπάνω τη δεύτερη μέρα, έτσι να με κουβαλίσουνε δυο σκαλιά, ρε αδερφέ, να νιώσω λιγάκι την πολυτέλεια του τεμπελιάσματος. Έσκασε στα γέλια. Αφού, μπορείς, βρε μπουζούκι, γιατί με κοροϊδεύεις;

Το δεύτερο δεν κατάλαβα γιατί ήτανε, αλλά ξέρω ότι ήτανε εκείνον τον καιρό που μου έφυγε αυτή για κάτι μήνες. Όχι ότι κακοπέρασα δηλαδή. Αλλά εκείνη ήταν αλλού. Όταν έδενε τα παπούτσια της για το αεροδρόμιο είχα καθίσει επάνω τους. Με χάιδεψε, μου μίλησε, κάτι ακατανόητα μου εξήγησε. Στο αεροπλάνο πήγε όμως. Ευτυχώς από τότε που γύρισε άλλους μεγάλους χωρισμούς δεν είχαμε. Με κανέναν από τους δύο. Καμιά φορά μονάχα πήγαιναν εκείνοι διακοπές, κι εγώ κατασκήνωση. Στης γιαγιάς. Αλλά εκεί πολύ καλοπερνούσα και δεν με πολυένοιαζε, εξάλλου ήξερα ότι εκεί πάντα γυρνούσαν.

Το τρίτο χειρουργείο ήταν που μας τρόμαξε. Όλους. Τους είχαν πει πια δύσκολα πράγματα, τους είχαν φοβίσει. Κι εμένα με είχαν πετσοκόψει για καλά. Εκείνο το απόγευμα όταν γυρίσαμε, μ’ έβαλε πάνω της. Και δεν έφυγε, όπως συνήθιζε εκείνη την ώρα. Δεν πήγε πουθενά. Ούτε σηκώθηκε από τον καναπέ, είπε αν σε παρηγορεί το άγγιγμά μου, εγώ θα είμαι εδώ. Μαζί σου. Κι έτσι συνήρθαμε κι απ’ αυτό, κι ας άνοιγα συνέχεια τα ράμματα κι ας τρέχαμε κάθε τρεις και λίγο στους γιατρούς μου. Τι σημασία είχε; Εγώ καλά τα πέρναγα και καλά ήμασταν όλοι. Πέρασαν κάποιοι μήνες και τελικά το ξεχάσαμε κιόλας, το Κακό που αφαιρέθηκε από το πόδι μου.

Δύο χρόνια ύστερα χτύπησε ξανά. Μία το ξεγελάσαμε, τη δεύτερη ήρθε για να μείνει. Αυτό ήταν δύσκολο πια. Την έβλεπα που σπάραζε και τι να της πω; Τι να κάνω; Πήγαινα πίσω-πίσω στη γωνία στο σπίτι μου κι απλώς την κοιτούσα. Γρήγορα το πήραμε απόφαση. Κι αυτό ακόμα θα το κάνουμε γιορτή. Κι όπου μας βγάλει. Στις χημειοθεραπείες καλοπέρασα ομολογουμένως. Με είχε αγκαλιά, με πήγαινε πάντα και μια ξεγυρισμένη βόλτα μετά. Και μην βρισκόταν στον δρόμο μας άνθρωπος ή σκύλος να μου πάει κόντρα, τον έπαιρνε και τον σήκωνε. Εντάξει, όχι, δεν τη θυμάμαι να πείραξε πραγματικά ποτέ κανέναν, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση απ’ τον Σεπτέμβρη και μετά που τα μάθαμε, να υπάρξει κάποιος ή κάτι που να χαλάσει το χατίρι μου. Δεν τον άφηνε εκείνη, τέλος.

Κι έτσι και τις βόλτες μας τις πηγαίναμε –όσες ήθελα, και όπου ήθελα– και τους φίλους μου τους έβλεπα, και τους μεζέδες μου άρχισα να τρώω από το φαγητό τους, και όλα. Ειδικά στο πρωινό της μου είχε κόψει μερίδα πια. Το μισό φρούτο δικό μου. Για να μην πω για τα σαλατικά, κι εκείνες τις νόστιμες πιτούλες που τρώγανε με το κρέας. Ωραία πράγματα.

Με τον καιρό καθιέρωσαν και μια καινούργια φράση μεταξύ τους. «Κάνω αγάπες στο σκυλί μας» λέγανε. Όχι ότι πριν δεν κάνανε, δηλαδή. Όχι, μοσχοαναθρεμμένη με είχανε από την αρχή. Απλώς μετά τα μαντάτα είχα τα χάδια μου πιο συχνά ακόμα, κυρίως όμως πιο συνειδητά. Με όλο το μυαλό και το κορμί τους εκεί. Σ’ εμένα. Δύσκολα πράγματα αυτά για τους ανθρώπους. Πολύ δύσκολα. Για ψύλλου πήδημα ξεχνάνε την ουσία και κυνηγάνε διάφορα. Κάτι σαν εμάς με τα μπαλάκια, ένα πράγμα.

Περνώντας ο καιρός άρχισαν τα πράγματα να αγριεύουν. Και άλλα εδώ δεν θα σας πω. Είναι και για μένα δύσκολο. Τελευταίο στάδιο του καρκίνου, μα άνθρωπος, μα σκύλος, ο νοών νοείτο.

Τέλος πάντων. Έτσι έγινε και φτάσαμε σ’ εκείνη τη νύχτα. Ήμουνα ξαφνικά πολύ άσχημα. Δεν άντεχαν τα πόδια μου, δεν είχα πια ανάσα. Μου ήταν αφόρητη η ζέστη κι ούτε βρισκόταν κάτι να μ’ ανακουφίσει. Μόνο τα χέρια της λιγάκι, αυτό. Σηκώθηκα να βγω έξω, να ’μαι μόνη μου, όπως μου το ’χαν μάθει πριν να γεννηθώ και πριν ακόμα τη γνωρίσω. Δεν το επέτρεψε. Ήταν μαζί μου κολλητά. Λες και μπορούσε να πει του Χάρου να μην έρθει. Ή τέλος πάντων, ας έρθει, να μην με πονέσει μόνο. Τη μύρισα που έβαλε τα κλάματα. Εκείνα του Σεπτέμβρη, της απελπισίας. Κάνε ό,τι χρειάζεσαι, εγώ εδώ είμαι. Πήρα λίγο δυνάμεις η αλήθεια είναι, και κόλλησα πάνω της. Κούνησα και λιγάκι ουρά να την παρηγορήσω. Κάτι τα παρακάλια της, κάτι που με πήρε σηκωτή, πήγαμε πάλι στο σπίτι. Με ξάπλωσε δίπλα της στον καναπέ, να περιμένουμε κι εκείνον. Πέρναγε, πέρναγε η ώρα, ήταν κι αυτή η σκατομέρα που τρέχανε κι οι δυο τους από το πρωί, είχε αργήσει. Ποιο άστρο μας φύλαξε και γύρισε εκείνη πριν τις δώδεκα ακόμα δεν ξέρω. Γύρισε πάντως. Και ήταν εκεί. Κάποια στιγμή, πώς της ήρθε και μου λέει πάμε, ρε ζουζούνα μου, για ύπνο. Με φόρτωσε στην αγκαλιά της και άρχισε να μου λέει πως θα με βολέψει καλά-καλά στο κρεβάτι μου, και πως εκείνη εκεί δίπλα θα είναι, στο δικό τους. Και πως θα είναι ωραία γιατί θα κρατήσουμε τη μπαλκονόπορτα ανοιχτή και θα ’χει λίγο δροσερό αεράκι και δεν θα ζεσταίνομαι τόσο. Και ίσως και η δύσπνοια να υποχωρήσει και θα δούμε τι θα μας πει η γιατρός μας το πρωί. Αυτό ήτανε. Που αν μ’ άφηνε από τα χέρια της εγώ δεν θα την ξανάβρισκα. Είχα, μωρέ, αποκάμει και δεν μπορούσα πια να περιμένω. Κι έτσι έφυγα. Μέσα στην αγκαλιά της την ώρα που με έβαζε για ύπνο.

Όλα κι όλα, η υπόσχεση είναι υπόσχεση.

Share Project :