Ο χρόνος είναι αξία σχετική. Αμείλικτη. Αλλά σχετική. Άσε που ως μέγεθος μετριέται παράξενα. Δηλαδή, πόση ώρα σου παίρνει να βουρτσίσεις τα δόντια σου; Πόσα βουρτσίσματα είναι αυτό; Πόσες σκέψεις; Είναι το ίδιο άμα νυστάζεις ή αν έχεις πιει; Πόση ώρα κρατάει ένα χάδι; Πόσα χάδια μία ώρα; Πόσες ώρες μια ζωή;
Υπάρχουν βέβαια και άλλα ζητήματα. Πόση ώρα θέλει ένας έφηβος να κάνει μια δουλειά στο σπίτι; Πόση θέλει η μάνα του για την ίδια ακριβώς δουλειά; Πόση ώρα θα ήθελε ένα ζευγάρι για την ίδια πάλι δουλειά; Αν ήταν ερωτευμένοι; Κι αν ήταν φρεσκο-ερωτευμένοι; Τι ώρα θα πήγαινε μέχρι να κάνουν εκείνο που έπρεπε να κάνουν, αφήνοντας τα άλλα που είχαν απόλυτη ανάγκη να συμβούν; Μάλλον αργά, μάλλον πολύ αργά, και μάλλον οπωσδήποτε θα τρέχανε για να προλάβουν αεροπλάνα, τρένα, βαπόρια και τα συναφή. Πιθανόν και να τα έχαναν. Συμβαίνουν αυτά. Και στις καλύτερες οικογένειες.
Ήταν πρωί. Ας πούμε Σαββάτου, αλλά μπορεί και να ’ταν Κυριακής. Ή Παρασκευής, αλλά εν πάσει περιπτώσει. Ήταν καλοκαίρι και το νησί είχε κόσμο. Έφευγαν δύο πλοία και το λιμάνι ήταν γεμάτο. Και ξαφνικά, εκεί που ο καθείς κοιτούσε τη δουλειά του, ξαφνικά εντελώς, όλοι μαζί στραφήκαν στην άκρη του λιμανιού και όλοι μαζί φωνάξανε «ΜΗΗΗΗΗ». Το πλοίο έφευγε για Αλεξανδρούπολη. Ένα κορίτσι με ένα μεγάλο ταξιδιωτικό σακίδιο στην πλάτη κοιτάζει ένα αγόρι φορτωμένο με ένα ακόμα μεγαλύτερο, που κοιτάζει το κορίτσι με τα χέρια του ξαφνικά κρεμασμένα, σαν άρρωστα, σαν κομμένα στις ενώσεις, ενώ η μπουκαπόρτα σηκώνεται και τους κόβει στα δυο. Εκείνον μέσα στο καράβι, κι εκείνη απ’ έξω: στην άκρη του λιμανιού, μισό βήμα πίσω του, σε απόσταση ενός πολυφωνικού «ΜΗΗΗΗΗ» από τη μπουκαπόρτα. Το κορίτσι στέκεται και κοιτάζει, δεν ξέρει για πόση ώρα, νομίζει ελάχιστη, μπορεί όμως να κάνει και λάθος. Μόλις το πλοίο απομακρυνθεί, του γυρίζει την πλάτη και κινείται προς το υπόστεγο. Κινείται, δηλαδή, προς τα εκεί που είναι μαζεμένος ο κόσμος. Πολύς κόσμος, είπαμε, γιατί ετοιμάζεται να φύγει κι άλλο καράβι. Για την Καβάλα, λέω εγώ τώρα.
Έχει ένα μεγάλο ταξιδιωτικό σακίδιο στην πλάτη και μία πάνινη τσάντα στον αριστερό ώμο. Φοράει σαγιονάρες κι είναι καμένη από τον ήλιο. Δύο κυρίες την πλησιάζουν. Θα μπορούσε να ’ναι η κόρη μου, σκέφτηκαν και οι δύο εν χορώ, κι έτσι την πιάσανε. Τι θα κάνεις, παιδί μου, τώρα, ξέρεις; Αμήχανη αυτή, λιγάκι χαμένη, θα πει: έχει άλλο πλοίο το βράδυ… Θα περιμένω… Εισιτήριο;, εκείνες με την αγωνία της ελληνίδας μάνας. Θα μου στείλουν… Φαντάζομαι… Είναι κι ο αδερφός μου απέναντι… Κάτι θα κάνουν… Χρήματα έχεις; Ακόμα πιο χαμένη τώρα, και σίγουρα κόκκινη. Αν και το σταρένιο του ήλιου τα κρύβει αυτά, ευτυχώς. Όχι… καθόλου. Πήρε και τις δύο τσάντες μου μαζί του για να μην κουβαλάω. Δεν ξέραμε… Δηλαδή…πού να σκεφτούμε ότι… Της δίνουν ένα πεντάευρο. Ντροπή ξεντροπή θα το πάρει. Δεν έχει κινητό, δεν έχει νερό. Θα το πάρει. Ευχαριστεί κι εξαφανίζεται. Τίποτα, τίποτα, εκείνες, ικανοποιημένες ελληνίδες μανάδες· πάλι καλά, δηλαδή, που βρίσκονται τις κατάλληλες ώρες κι αυτές.
Δεν μπορεί να ανοίξει το κινητό της, δεν έχει μπαταρία. Δεν θυμάται τον αριθμό του. Είναι πολύ καινούργιος -αυτός για κείνη, ο αριθμός όχι, ή πού να ξέρει; Μέχρι στιγμής είχε στηριχτεί στη μνήμη της μηχανής. Αλλά τώρα δεν έχει μπαταρία. Κι εκείνη δεν θυμάται. Κι έτσι δεν έχει τρόπο να… Σκέφτεται και δεν μπορεί να σκεφτεί, γιατί ένα πράγμα μόνο τη νοιάζει λες και τίποτα άλλο δεν έχει σημασία. ΕΦΥΓΕ. Λες και πήγε στην Αυστραλία μετανάστης. Λες και οι εννιά ώρες που τους χωρίζουν, εφτά συν δύο το καράβι, λες και είναι η άβυσσος. Τουλάχιστον. Κρύφτηκε πίσω από το τουριστικό περίπτερο. Θέλει να κλάψει. Δεν πας καλά! Ξεσκονίζει το παντελόνι της. «Όχι ρε φίλε. Ερωτεύτηκα». Όπως κοιτάς ένα πουλόβερ, και λες, «Όχι ρε γαμώτο. Σκίστηκε». Διαπιστωτικά. Της ζημίας. Το σύμπαν έχει πέσει κάτω και κρατάει την κοιλιά του απ’ τα γέλια. Κοριτσάκι, δεν έχεις ιδέα…!
Ξεσκονίστηκε, συμμαζεύτηκε, ψυχή τε και σώματι, και πήγε στο περίπτερο. Μία τηλεκάρτα και ένα νερό. Και χωρίς νερό την έβγαζε, μεταξύ μας. Άλλες ήταν οι επείγουσες ανάγκες. Οι πραγματικά πιεστικές. Έψαξε κάποιον ενδιάμεσο να της πει αυτό που δεν είχε η μνήμη της. Δεν τους βρήκε, κι έτσι πέρασε στο δεύτερο ζήτημα: της υποδοχής. «Είσαι ηλίθια»: ο αδερφός της. «Δεν είμαι, σώπαινε. Το καράβι φτάνει στη μία. Θα πας να τον πάρεις, δεν ξέρει να σε βρει. Θα είσαι καλός μαζί του. Δεν φταίει σε τίποτα. Και πάρτε μου ένα εισιτήριο. Δώστε το στο καράβι για να ’ρθω με το απογευματινό δρομολόγιο. Και… Πετρή, πες του ότι είμαι καλά και να μην ανησυχεί». Ευτυχώς που ήταν η μεγάλη και ο λόγος της είχε πέραση. Τώρα τι θα λέγανε οι δυο τους, άγνωστοι εντελώς για εφτά ώρες… Δεν ξέρει. Ας βρούνε. Καλά θα τα πάνε, το πιστεύει. Βρήκε και τον ενδιάμεσο. Γέλαγε, προφανώς. Διασκεδάσαμε πάλι τα πλήθη, σκέφτηκε. Βρήκε όμως και τον αριθμό. Πήρε. Δεν άκουσε λέξη από όσα της είπε. Κουβέντα. Έφτανε εκείνο το μέταλλο της φωνής. Μια φωνή που την τυλίγεσαι και κουρνιάζεις μέσα της, σαν να ήταν η πιο αγαπημένη σου κουβέρτα.
Άλλα δεν θα σας πω. Κι ας γίνανε, φυσικά, διάφορα. Ήρθε πάντως και το απόγευμα, πολύ, πολύ αργά αφού το κορίτσι μετρούσε δευτερόλεπτα, και έτσι πάνε αυτά. Ήρθε και το πλοίο. Ούτε εισιτήριο χρειαζόταν ούτε τίποτα. Την είχαν δει οι άνθρωποι το πρωί, θυμόντουσαν. Μπήκε έτσι, με φάτσα, ούτε καν με όνομα. Ήταν Αύγουστος προχωρημένος, στα μισά της θάλασσας άρχισε να νυχτώνει. Και της φάνηκε ότι ήταν τόσο όμορφο σαν μίσευε το φως, αφού την πήγαινε εκεί που λαχταρούσε. Και μιλάμε για λαχτάρα, όχι αστεία. Φτάσανε. Ήταν δίπλα στην μπουκαπόρτα και τη βούτηξε. Μπορεί και ο αδερφός της να στραβομουτσούνιασε με τις διαχυτικότητες. Δεν είδαν κι ούτε τους ένοιαξε. Ήταν από κείνες τις πολύ γλυκές ώρες που τίποτα άλλο στον κόσμο δεν μετράει.
Τώρα για το την υπόλοιπη ιστορία… Δεν θέλω πολλά να σας πω, ίσως ούτε και να ξέρω. Κάτι ακούστηκε για έναν βορειοελλαδίτη έρωτα που γυρίζει στα Πατήσια. Επίσης ακούστηκε ότι ο νεαρός σταμάτησε να περνάει τις πόρτες άμα δεν την κρατούσε από το χέρι. Ποιος ξέρει, κι αυτό μπορεί. Από κει και πέρα εγώ έχω μόνο να τους ευχηθώ να πέρασαν όλη τους τη ζωή μ’ αυτή την αγάπη που άμα λείψει εκείνη, τίποτα πια δεν έχει σημασία.
Επόμενο
- Categories:
- Share Project :
Επόμενο
