Ήταν ένα τεράστιο δαγκωμένο τυροπιτάκι. Κι εκεί, σ’ εκείνο το σημείο που το είχε κάποτε δαγκώσει αυτός, είχε τώρα ανοίξει σαν γιγάντια σπηλιά κι ερχόταν ευθεία επάνω του να τον καταβροχθίσει. «Ας πρόσεχε, αφού το παράτησε δαγκωμένο πάνω στο τραπέζι» «Ποιος απολίτιστος τρώει και αφήνει το φαγητό του μισαφαγωμένο σε ξένο τραπεζομάντηλο» «Φαινόταν από μικρό αυτό το παιδί ότι ήταν προβληματικό. Αργά ή γρήγορα θα έσκαγε το ξέραμε όλοι. Δεν μιλούσαμε βέβαια. Δεν χρειάζεται να τα λες κάποια πράγματα. Χωριό που φαίνεται εξάλλου, ε…;». Τα γέλια τους του ’κόβαν τα πόδια. Πώς να τρέξεις να σωθείς με πόδια κομμένα; Ήταν πια βέβαιο. Τη ζωή του θα την κατάπινε η μυρωδιά της παγωμένης μπαγιάτικης φέτας.
Ξύπνησε κάθιδρος. Εντάξει ήταν όνειρο. Μπορείς να ηρεμήσεις. Να ηρεμήσεις, είπα! Αλλά η ταχυπαλμία επέμενε. Το τυροπιτάκι ήταν όνειρο. Για τα υπόλοιπα είχε αμφιβολίες.
Μπήκε στην επόμενη στάση από κείνον και κάθισε απέναντί του. Έβγαλε το βιβλίο της κι άρχισε να διαβάζει. Με μια ηρεμία αξιοζήλευτη. Ήταν όμορφη. Το βλέμμα του πιάστηκε στα λευκά μακριά της δάχτυλα. Σ’ εκείνον τον τρόπο τους να κουρνιάζουν πάνω στο χαρτί. Σκέφτηκε να της πει για το βιβλίο της. Το είχε διαβάσει, ήταν καλό. Σκέφτηκε να της πει τι ανακούφιση που είναι να βρίσκει κανείς στον δρόμο του έναν συν-αναγνώστη. Σκέφτηκε να της προτείνει έναν καφέ, να εδώ, δυο στάσεις παρακάτω, θα μπορούσαν, είχε ένα συμπαθητικό μαγαζάκι, με γλυκιά μουσική και προσεγμένο καφέ, και καθόλου ακριβό, δεν το πιάνει το μάτι σου αν δεν το ξέρεις… Εκείνη σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε. Χριστέ μου, πόση ώρα την κοιτάζω θα με πέρασε για κανέναν βλαμμένο! Πρέπει να κοκκίνισε, ένιωσε τα μάγουλά του να καίνε. Του χαμογέλασε. Η ταχυπαλμία έγινε τρισχειρότερη, σκέφτηκε όλα όσα σκέφτηκε πριν, τώρα μπλεγμένα σε μια τέλεια διανοητική καραμπόλα, άνοιξε το στόμα του να πει επιτέλους κάτι, έμεινε εκεί χάσκοντας για μερικά δευτερόλεπτα, προσπάθησε να διαλέξει μάταια, σκέφτηκε όσα σκέφτηκε κι ύστερα σκέφτηκε ξανά, και ξανά, μέχρι που… Ένιωσε την αναπνοή του να κόβεται. Έκλεισε επιτέλους το στόμα του και σηκώθηκε για να κατέβει. Τρεις στάσεις νωρίτερα. Αλλά δε βαριέσαι. Να περπατήσει λιγάκι να ξεσκάσει.
Κατεβαίνοντας είδε μπροστά του πάλι το τυροπιτάκι από το όνειρο. Τέτοιος άχρηστος που είσαι, ψέλλισε και τάχυνε το βήμα του. Μπας και γλυτώσει.
Στην επιστροφή, που είχε πια λιγάκι ηρεμήσει, άρχισε να σκέφτεται για τα επαγγελματικά του. Σκέφτηκε τα επόμενα βήματα. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε στ’ αλήθεια κάτι να πετύχει, και τι καλά που θα ήταν αν ο κ. Ταδόπουλος τού έστελνε εκείνη την απαντητική επιστολή, και τον καλούσε για μια κανονική πια πρόσληψη, και αν του έλεγε ότι είναι στ’ αλήθεια ένας πολύτιμος συνεργάτης. Σκέφτηκε όσα είχε κάνει για την εταιρεία, και όσα ακόμα σχεδίαζε να κάνει. Παρασύρθηκε τελικά και σκέφτηκε ότι ίσως, ποιος ξέρει, αύριο να έβλεπε ξανά το κορίτσι του τρένου, και, αν είχε και λιγάκι καλύτερα κοιμηθεί, χωρίς τυροπιτάκι απόψε, θα μπορούσε να της έλεγε… Να της έλεγε για εκείνον τον καφέ; Θα την τρομάξει. Να της έλεγε για το βιβλίο της. Κι ύστερα ίσως και τίποτε άλλο. Σκέφτηκε… Σκέφτηκε τα λευκά της δάχτυλα μπλεγμένα στα δικά του, και του φάνηκε πως πολύ θα ταίριαζαν. Παρασύρθηκε όμως από εκείνη του τη σκέψη, και πέρασε με κόκκινο τη διάβαση. Ο οδηγός τού κόρναρε, τον έβρισε. Κι εκείνος τι να πει, αφού είχε δίκιο. «Θα σε πληρώνουμε και για άνθρωπο» ακούστηκε, παραδόξως ολοκάθαρα, μέσα από τα άγριά του γκάζια ο άλλος. Και τότε, εκείνη τη στιγμή ακριβώς, ήρθε ξανά το τυροπιτάκι του ύπνου του. Γιγαντώθηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά, και κινήθηκε αποφασιστικά καταπάνω του. Υπάρχει εκείνη η αίσθηση στον ελάχιστο χρόνο πριν να συμβεί κάτι που φοβάσαι καιρό, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, που πλέον δεν φοβάσαι άλλο, αλλά παρατηρείς με βεβαιότητα, αυτό που τόσο καιρό ήξερες ότι θα έρθει, και ήταν τόσο ανούσιος, τόσο μάταιος εκείνος ο φόβος, γιατί τώρα είναι πια σίγουρα τα σημάδια της πλήρωσής του, πράγματα που έλειπαν τόσο ξεκάθαρα πριν. «Και για άνθρωπο». Υπολειπόμενος, δηλαδή, των προσδοκιών πάντων. Το τυροπιτάκι στάθηκε από πάνω του απολαμβάνοντας την παντοδυναμία του. Άνοιξε αργά τη βρομερή μαύρη σπηλιά του, άπλωσε τη μαραγκιασμένη πια κρούστα του, και τον έκανε μία χαψιά. Ακριβώς.
Προηγούμενο
Επόμενο
- Categories:
- Share Project :
Προηγούμενο
Επόμενο
