My CMS My CMS

Της Μαίρης

Διαβάζεται κατά προτίμηση δίπλα με το τραγούδι «Η Μαίρη» του Παύλου Παυλίδη.

Της αρέσανε της Μαίρης οι πολυκατοικίες. Έβρισκε μια κάποια ζεστασιά σ’ αυτό το πάκτωμα των ανθρώπων πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά. Πίστευε ότι κάπως φυλάγονται έτσι οι ζωές μας, η μία δίπλα κολλητά στην άλλη. Κάπως μπλέκονται, σαν τα χνώτα μας στο λεωφορείο –κι αυτό που προκύπτει δεν είναι απαραίτητα κακό. Τσακωνόταν με πολλούς γι’ αυτό. Όλοι ονειρεύονταν ένα σπιτάκι κάπου μόνο του, ανεξάρτητο, να μην έχεις την ανάγκη κανενός. Μωρέ, είστε με τα καλά σας; Πού ακούστηκε άνθρωπος να μην έχει την ανάγκη κανενός; Ύστερα όλα εκείνα τα γλοιώδη υποκοριστικά της φέρναν αναγούλα. Να έχεις «το σπιτάκι σου» και τη «δουλίτσα σου» και το «αυτοκινητάκι σου», και να ’ναι όλα, λέει, «σε μια τάξη». Αυτό κι αν είναι! Ποια ζωή ποτέ στον κόσμο υπήρξε σε τάξη; Και άντε να υπήρξε.. από πού κι ως πού είναι καλό αυτό;

Της άρεσαν οι πολυκατοικίες. Της θύμιζαν μια αρχέγονη εικόνα ομάδας που είχε από παλιά. Ένα «παλιά» χαμένο στη μνήμη και στον χρόνο, χωρίς πραγματική αφετηρία. Μια εικόνα σαν εκείνη της αγέλης των πιγκουίνων που για να ζεσταθούν πάνε και στέκονται κοντά-κοντά-κοντά ο ένας στον άλλον, κι έτσι γίνονται όχι πολλές μονάδες, αλλά ένας οργανισμός όλος μαζί. Ένα πλάσμα που ζει και ανασαίνει για όλα.

Η γιαγιά στο απέναντι μπαλκόνι ποτίζει πάλι τα λουλούδια της. Παρακολουθείς σπιθαμή προς σπιθαμή το αργό καμπουριασμένο βάδισμά της. Ένα βάδισμα σταθερό στην αβεβαιότητά του. Ένα βάδισμα πάντα παρόν, παρότι τρεμάμενο. Κάνει κάθε φορά δύο φορές το μπαλκόνι πάνω κάτω. Την πρώτη φορά ποτίζει. Τη δεύτερη κόβει φύλλα, στέκεται, καμαρώνει. Βάζω στοίχημα ότι κανακεύει κιόλας. Έχει μια μεγάλη καμπούρα κι έναν άσπρο κότσο. Και τις γλάστρες της.

Στην ταράτσα της διπλοκατοικίας παίζουν παιδιά. Είναι μικρά ακόμα και βολεύονται εδώ. Σήμερα έχουν μια μπάλα. Τις προάλλες είχαν το ποδηλατάκι. Ήταν μαζί τους κι ο παππούς. Τους έκανες πολύ χάζι.

Κάποιοι παραδίπλα τσακώνονται. Μάλλον ζευγάρι. Έχεις παρατηρήσει ποτέ πόσο παραμορφώνει τις φωνές το μίσος; Γιατί είπες μίσος τώρα, υπερβολή δεν είναι; Δεν ξέρω. Εξάλλου, δεν άκουσα λέξεις, ήταν αυτό που δεν ξεχωρίζεις διάλογο, πιάνεις μόνο τον παροξυσμό στον ήχο της φωνής. Συμβαίνει. Καμιά φορά μαζεύεις τόσα, που το παραμικρό είναι αιτία πολέμου. Ή κατάρρευσης. Ή μάλλον κάνει το ίδιο.

Κάποιος τηγανίζει. Εχτές είχαν κοτόπουλο στον φούρνο με πατάτες. Δεν ξέρω γιατί, αλλά από όλα τα φαγητά του κόσμου, εκείνο που αναγνωρίζεις και το ξέρεις πάντα, πέρα από κάθε αμφιβολία ότι αυτό και κανένα άλλο βρίσκεται πίσω από το ανοιχτό παράθυρο, είναι το κοτόπουλο στον φούρνο με πατάτες.

Όταν νυχτώνει, το απέναντι σαλόνι φωτίζει η εικόνα της τηλεόρασης. Τα παράθυρα παίρνουν ξαφνικά εκείνο το φωτεινό τρεμόπαιγμα του παλιού καιρού. Το καλοκαίρι την ακούς κιόλας. Μπάλα, πού και πού καμιά είδηση, έχει την πλάκα του. Ο επίσημος όμως πανηγυρικός του καλοκαιριού είναι το τάβλι. Τα ζάρια από τα τριγύρω μπαλκόνια. Βραδάκι συνήθως, καμιά φορά και μεσημέρι, με φραπέ και σαγιονάρα.

Θυμάσαι την γειτόνισσά μας στο παλιό σπίτι; Θυμάσαι που έκοβε μόνη της βόλτες στον διάδρομο; Μου έπιανε πάντα την κουβέντα κι εγώ της γελούσα χαζά. Όμως εκείνης της έφτανε. Με είχε αγκαλιάσει κιόλας μια φορά. Κι είχε το άγγιγμά της εκείνη τη στιλπνάδα μιας κυρίας πολύ περιποιημένης, κι ας γύριζε μονίμως με τη νυχτικιά. Φρόσω τη λέγανε, τώρα θυμήθηκα.

Share Project :