Δεν θέλω να θυμηθώ πώς την έχασα. Ξέρω. Και φτάνει. Όπως οι άνθρωποι χάνουμε ό,τι αγαπάμε. Μοιραία. Νωρίς. Χωρίς κανένα λόγο. Ο τελευταίος καιρός, αυτό μόνο έχω να πω, ήταν σαν να προσπαθείς να φυλάξεις στη χούφτα σου τη θάλασσα. Γίνεται;
Θέλω να πω πώς τη γνώρισα. Και πώς έμαθα σ’ αυτήν να αναγνωρίζω την απόλυτη τελειότητα. Προσωποποιημένη.
Εν αρχή ήταν… μια φωτογραφία. Με το στόμα μισάνοιχτο και τα μαλλιά της πιασμένα. Μια φάτσα πραγματικά παράξενη, αλλά, δεν ξέρω, αφοπλιστική. Μετά την είδα από κοντά. Και μ’ αγκάλιασε. Έτσι, αμέσως. Ξαφνικά. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Και τότε παραδόθηκα. Αμαχητί.
Δεν ήταν η πιο όμορφη. Δεν ήταν ψηλή ξανθιά με λαχταριστές καμπύλες. Δεν ήταν η αποθέωση της συμμετρίας. Κάθε άλλο. Το χαμόγελό της ήταν λιγάκι στραβό, είχε έναν απίστευτο προγναθισμό, και η αλήθεια είναι ότι αν δεν την ήξερες, και την έβλεπες από μακριά, σε τρόμαζε λιγάκι. Ήτανε νταρντάνα, με αρκετά έντονα χαρακτηριστικά, κι αυτό έκανε τους αδαείς να τη νομίζουν για άγρια. Τα παιδιά την αναγνώριζαν μονάχα, και κάποιοι λίγοι από τους άλλους. Ένας μπόμπιρας κάποτε, όχι παραπάνω από τεσσάρων-πέντε, εκεί που περπατούσαμε ξέφυγε απ’ τη μάνα του κι ήρθε και στάθηκε δίπλα της. Μετά γεμάτος περηφάνια ανακοίνωσε στην ανήσυχη μαμά: «Είναι μεγάλη», ζήτημα αν της έφτανε στο γόνατο. «Αλλά είναι πολύ γλυκιά». Ήτανε. Σωστός ο πιτσιρικάς –όπως πάντα.
Ήταν εκείνο το κορίτσι που μοιράζει αγκαλιές και φιλιά σε όλους. Ακόμα και σε άσχετους στον δρόμο. Κι εσύ κάθεσαι και την κοιτάς να σκορπίζει τα χάδια της, και καμαρώνεις μέσα σου, γιατί ξέρεις ότι τις καλές της αγκαλιές τις κρατάει για σένα.
Το αγαπημένο της τελευταία ήταν να πετυχαίνει σχολείο στο σχόλασμα. Τρύπωνε στις παρέες, ξεσήκωνε τους πιτσιρικάδες, έδινε κι έπαιρνε πρόχειρη αγάπη και μετά συνέχιζε τη βόλτα της. Είχε ενέργεια για δέκα και αγάπη για εκατό. Κάποιοι δεν την άντεχαν, τους έπεφτε πολλή. Οι άλλοι ήμασταν συνειδητά και απολύτως παραδομένοι στα κέφια της.
Ήταν μαχμούρλω. Δεν σηκωνόταν από το κρεβάτι αν δεν της έβαζα πρωινό. Και υπναρού ήταν. Και πιο πολύ από όλα, μου άρεσε όταν την έπαιρνε ο ύπνος πάνω μου κι άρχιζε το ροχαλητό. Το θεωρούσα μια ξεχωριστή τιμή. Γιατί μόνο στην αγκαλιά της αγάπης παραδίνεσαι τόσο απόλυτα, ώστε να ροχαλίζεις ευτυχισμένα. Νομίζω αυτό που με σκλάβωνε πιο πολύ από όλα όμως, ήταν η χαρά της όταν με άκουγε να γελάω. Έπαιρνε το γέλιο μου, ειδικά και μόνο το δικό μου το γέλιο, και το ακτινοβολούσε σε όλο το δωμάτιο. Αυτό θα πει αγάπη σκεφτόμουνα, και το ένιωθα να φωτίζει μέσα μου και τις πιο σκοτεινές, τις πιο άγριες γωνιές μου.
Τώρα, άμα καμιά φορά με έβλεπε να κλαίω, με πάταγε κάτω στα βρισίδια. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Δεν ήταν εκείνη σαν τους άλλους, που, όσο να το κάνεις, και να μην νοιάζονται μια μισοκαλή κουβέντα σ’ την πετάνε, έτσι για τα μάτια του κόσμου. Όχι, εκείνη ήταν κάθετη. Τι μαλακίες είναι αυτές που κάθεσαι και σκέφτεσαι τώρα. Βέβαια, μια-δυο φορές που κατάλαβε ότι έτρεχε κάτι σοβαρό, ήρθε αμέσως και κάθισε δίπλα μου. Με μια τρυφερότητα σιωπηλή κι ανεκτίμητη. Χωρίς να τη ζητήσω, και χωρίς να περιμένει τίποτα. Εμφανιζόταν από το πουθενά και ακούμπαγε πάνω μου. Κι αυτό ήταν.
Θυμάμαι έναν φίλο, τον πρώτο καιρό που τη γνώρισα. Πρόσεχε, μου είπε, γιατί αυτό είναι έρωτας, κι ο έρωτας δεν έχει πάντα τα καλύτερα αποτελέσματα. Τον κοίταξα μ’ ένα ύφος πολύ υπεράνω. «Καλά, εντάξει». Δίκιο είχε, έρωτας ήταν. Ακόμα χειρότερα, ήτανε λατρεία. Με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Για τα αποτελέσματα οι απόψεις διίστανται. Αλλά, «εντάξει».
Κοντεύουν έξι μήνες πια. Μου φαίνονται χρόνια. Στον ύπνο μου είναι πάντα εκεί. Δικιά μου. Κι όλο ξανάρχεται ο εφιάλτης πως κάτι συμβαίνει και θα τη χάσω. Και τρέχω μέσα στο όνειρο με μια αγωνία τρελή να προλάβω ν’ αλλάξω το τέλος. Και η τρέλα αυτή με ξυπνάει. Και δεν έχω να τρέξω, όνειρο ήτανε. Εκείνη έχει φύγει.
Προηγούμενο
Επόμενο
- Categories:
- Share Project :
Προηγούμενο
Επόμενο
