Τι θα πει «μόνος σαν την καλαμιά στον κάμπο»;
Εκείνος είπε δεν θέλω πια να είμαι τόσο μόνος μου. Θέλω, θα ήθελα, νομίζω, να κάνω πράγματα με τους άλλους. Γ ι α τους άλλους; Ίσως.
Δεν ξέρω, απλά, νομίζω, ότι διάλεγα πράγματα να κάνω για να είμαι μόνος μου. Και τώρα. Δεν θέλω πια. Όταν τον ξαναείδα κάποιος είπε τ’ όνομά του. Και είδα, ολοκάθαρα, που φύτρωσε ένα χαμόγελο κάτω από το μουστάκι του. Και δεν έλεγε να φύγει. Επειδή κάποιος είπε το όνομά του. Αυτό.
Ήθελα να του πω πόσο χαίρομαι αυτό το χαμόγελό του, και πόσο όμορφο είναι, να μην το κρύβει. Και ότι όταν τον ακούω να μιλάει σκέφτομαι πόσο σοφός έχει γίνει με τα χρόνια και καμαρώνω. Σκέφτομαι να του ζητήσω να μου μάθει κι εμένα λίγη από τη σοφία του. Να μου δείξει πώς βγαίνουν έξω από το κουτί τους, και πώς μιλάνε με τους ανθρώπους ώστε να φυτρώνει στο στόμα χαμόγελο.
Δεν του το είπα όμως. Γιατί αλλάξαμε θέμα και μιλούσαν άλλοι και πού να πεταχτώ τώρα. Ούτε και του χαμογέλασα πολύ. Γιατί δεν ξέρει ο κόσμος τι σκέφτεσαι και τρομάζει.
Καλύτερα είναι να μην λες τι σκέφτεσαι. Να μένεις σ’ αυτό που θέλουν ν’ ακούσουν. Να μην μιλάς πολύ. Ούτε δυνατά. Ούτε γρήγορα. Να μην βρίζεις. Και να μην τους κοιτάς πολύ στα μάτια.
Μόνος θα πει ξέρω τι θα πεις και τι θα πω, και τελικά δεν λέω τίποτα, γιατί και τις τρεις φορές που έπαιξα το σενάριο στο κεφάλι μου, μου βγήκε λάθος. Και καταλήξαμε με αίματα κι οι δυο, οπότε… Καλύτερα.
Ξέρεις τι κάνουνε στα τέρατα στα παραμύθια; Σκέφτηκε ποτέ κανείς πόσο μονάχος του είναι εκείνος ο δράκος που φυλάει την πριγκιποπούλα; Και ότι, τέλος πάντων, γιατί τον σκοτώνουμε; Τι μας έκανε πια;
Η καλαμιά μπορεί να μιλήσει στο χορτάρι; Και το αντίστροφο; Κι άμα μπορεί, θα καταλάβει ο ένας τι εννοεί ο άλλος; Γίνεται να είσαι στο ένα μέτρο και στο μηδέν; Ταυτόχρονα;
Οι άνθρωποι περνάνε μπροστά μου και δεν μου μιλούν. Οι άνθρωποι μού χαμογελάνε ψεύτικα. Οι άνθρωποι σκουπίζουν τα πόδια τους επάνω μου, συχνά πυκνά, επειδή ξέρω να παίζω το χαλάκι. Είναι κι αυτή μια στάσις και τα σχετικά.
Μόνος θα πει, να είσαι καλαμιά και να κάνεις το χορτάρι. Ή το αντίστροφο. Θα πει να κονταίνεις ή να τεντώνεσαι για να ταιριάξεις στο σχήμα, κι ύστερα που γυρίζεις σπίτι σου να έχεις ξεχάσει πώς ήσουνα πριν ξεκινήσεις. Έχεις χάσει κάθε ικανότητα αυτοΐασης. Γιατί δεν ξέρεις πια ο εαυτός σου πού ξεκίνησε, και τώρα πού να πήγε. Έχεις ξεχάσει. Και λες, δε βαριέσαι. Για να εξαφανίστηκε δε θα ’τανε και τίποτα
σπουδαίο.
Προηγούμενο
Επόμενο
- Categories:
- Share Project :
Προηγούμενο
Επόμενο
