Τον είδα να κάθεται στη στάση.
Το δέρμα του στο χρώμα του αθηναϊκού μπετού. Ποτισμένο καυσαέριο ως το μεδούλι.
Φθαρμένα ρούχα, ακαθόριστη ηλικία, βλέμμα χαμένο.
Ψέματα λέω. Την πλάτη του κοίταζα. Τα μάτια του δεν τα ’δα.
Είχε λιγοστά μαλλιά και μια μεγάλη φαλάκρα.
Στο χέρι του ένα χτενάκι μικρό. Με το δεξί χέρι χτένιζε τις λιγοστές τρίχες που τ’ απομέναν. Ύστερα από το χτενάκι περνούσε από πάνω τ’ άλλο χέρι, το αριστερό. Για να τις στρώσει;
Εμένα σαν χάδι μου φάνηκε.
Ζωή, ρε γαμώτο. Αυτή η περήφανη ακατάληπτη επιμονή.
Είμαι εδώ. Και δικαιούμαι ένα χάδι.
Προηγούμενο
Επόμενο
- Categories:
- Share Project :
Προηγούμενο
Επόμενο
