My CMS My CMS

Τίς πταίει;
(Παραμύθι για μεγάλα παιδιά)

Και να μην πεινούσες, έτσι που σου γελούσε το πρόβατο, σου κέντριζε την όρεξη. Εκείνα τα κρυφά κοντρόλ. Τι κι αν σου είπε μην με φας και χαμογέλασε ξανά. Αφού ξανάρθε στα λημέρια σου πήγαινε γυρεύοντας. Τέλος.

Η Κοκκινοσκουφίτσα γλύτωσε από τον κακό τον λύκο. Ήτανε, βλέπεις, σ’ αυτή την ιστορία κι ο κυνηγός με το τσεκούρι. Αλλά τι να συνέβη, αλήθεια, στο δικό μας παραμύθι;

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας λύκος αλανιάρης και γλυκός, τσαχπίνης κι όμορφος. Ένας λύκος, βρε παιδί μου, αλλιώτικος από τους άλλους. Τον είδε η προβατίνα και σάλεψαν μέσα της όλα τα παραμύθια. Όλες εκείνες οι κρυφές ελπίδες.

Ήταν και πεινασμένη, κουρασμένη, είχε κάνει τόσο δρόμο μέσα στη νύχτα μ’ ένα τόσο βαρύ φορτίο. Της είχανε τσακίσει τα γόνατα, είχε ανταριάσει το μαλλί της, είχε πονέσει η μέση της. Ήταν με λίγα λόγια μια προβατίνα σε κακό χάλι.

-Έλα κατά δω, γλυκό μου προβατάκι. Έλα να σε γευτώ που μου ’σαι έτσι ζουμερό.

Ζουμερό; Εγώ;

-Πριτς! Για να με φας; Δε σφάξανε!

Το πήρε, λοιπόν, ο λύκος λιγάκι αλλιώς, και είπε να της προσφέρει φιλοξενία. Στρογγυλοκάθισε κι έπιασε το τραγούδι.

Ένα τραγούδι για χρόνια μακρινά, και γλυκούς ρομαντικούς καιρούς, τότε που λύκοι και πρόβατα ζούσαν μονιασμένα και μετρούσανε τ’ αστέρια τ’ ουρανού ένα προς ένα. Κι απ’ όλους αυτούς ήτανε ένας λύκος πιο τσαχπίνης απ’ τους άλλους, και μια προβατίνα πιο ζουμπουρλή –κι αλαφροϊσκιωτη μεταξύ μας– που σαν πέφτανε του ενός στα μάτια στ’ αλλουνού αναβοσβήνανε τ’ άστρα σαν λαμπιόνια του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Να φανταστείς, μία φορά, κάρφωσε τη ματιά του στη δικιά της, κι εκείνη έχασε τα λόγια της. Της λύγισαν τα γόνατα, και νόμισε πως, για λιγάκι, τρεμόπαιξε ο κόσμος. Ο αέρας, είπε, θα ’τανε. Είχε και βροχή, σου λέει αυτό θα φταίει. Έτσι που λέτε, καλά μου παιδουλάκια, ένα βραδάκι χειμωνιάτικο με βροχή, κι αυτό ήταν όλο-όλο.

Κι ύστερα αρχίσανε οι ματιές του λύκου και της προβατίνας να χορεύουν. Πίστεψε και το πρόβατο πως εδώ είμαστε, βρήκαμε τον έναν και μοναδικό. Αυτόν που έχει σε όλα τα προβλήματα τις λύσεις. Κι ήτανε το τραγούδι του τόσο γλυκό, ομολογουμένως, τόσο όμορφο, που την έκανε στ’ αλήθεια να θέλει να χαθεί στα ψέματά του. Συμβαίνει. Μην μου πεις… Είναι για όλους μας κάποια στιγμή πιο γλυκό το παραμύθι. Ανακουφιστικό, βρε αδερφέ, ανάλαφρο.

Κι έτσι το πήγαιναν ψέμα στο ψέμα. Kαι δεν μπορούσες πραγματικά να καταλάβεις ποιος απ’ τους δύο τα φταίει περισσότερο, εκείνος που τ’ αράδιαζε τα ψέματα σωρό, ή αυτή που τα ’βλεπε να μαζεύονται, και πάλι έμενε εκεί, το τέλειο θύμα για έναν λύκο πεινασμένο.

Κάτσε, γλυκιά μου, να τα βρούμε, είπε ο λύκος. Εγώ, μην με κοιτάς που γυάλισαν τα δόντια μου, είμαι ένας λύκος χορτοφάγος.

Χορτοφάγος;

Απολύτως! Θα τα βρούμε οι δυο μας μια χαρά.

Λέγε-λέγε την έπεισε ότι για να σωθεί, για να α-πε-λευ-θε-ρω-θεί απ’ όλα που τη βασανίζουν, ήταν η λύση η σωστή αυτός εδώ ο λύκος –ο χορτοφάγος. Πρόβατο-ξεπρόβατο δυσκολευότανε να τον πιστέψει. Αλλά, τα ξέρετε, σε χαλεπούς καιρούς βουτάει τα μαλλιά του ο πνιγμένος. Έτσι κι αυτή.

Και βάδιζαν αντάμα σταθερά· στην έξοδο από το σκοτεινό τούνελ, κατά τα λεγόμενα του λύκου, ολόισια προς προβατίνα σουβλιστή, άμα ρωτάτε εμένα. Αγκαλιασμένοι ωστόσο. Και χαρωποί. Εν πλήρει ηρεμία.

Από τις κορυφαίες στιγμές της ιστορίας ήταν όταν την έβαλε να αποφασίσει: με πιρούνι θες να σε φάω, πουλάκι μου, για με κουτάλι; Και ήταν φυσικά ολοφάνερα το κουτάλι η ορθή επιλογή, καθότι, γνωστό τοις πάσι ότι με κουτάλι δεν τρώγονται τα πρόβατα. Τώρα ότι στην υπόθεση η κυρία υπέγραψε να φαγωθεί, ψιλά γράμματα, ξέρετε τώρα εσείς.

Πέσαμε όλοι απ’ τα σύννεφα όταν της έδειξε το καζάνι και της είπε να μπει μέσα.

Αυτά για να γνωρίζετε. Και οι σοφοί, με τόση πείρα, ας μας πουν οι ιστορίες τι σημαίνουν.

Share Project :